ὑποδειρίς

ὑποδειρίς
ὑποδειρίς, ίδος, ,
A base of neck in front, Ruf.Onom.66.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποδειρίς — base of neck in front fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδειρίς — ίδος, ἡ, Α βλ. ὑποδερίς …   Dictionary of Greek

  • υποδερίς — η / ὑποδερίς, ίδος, ΝΑ, και ὑποδειρίς Α νεοελλ. (λόγιος τ.) μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή τού λαιμού διαφόρων θηλαστικών μυρηκαστικών αρχ. 1. το κάτω μέρος, η βάση τού τραχήλου 2. κόσμημα τού λαιμού, περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δέρη /… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”